Κέντρο Λαογραφίας & Λειβαρζινής Παράδοσης

Το Κέντρο Λαογραφίας & Λειβαρτζινής Παράδοσης – ΚΕ.ΛΑ.ΛΕΙ.ΠΑ. – που έχει  χαρακτηριστεί σαν ένα από τα τρία καλλίτερα «ΘΕΜΑΤΙΚΑ» Λαογραφικά Μουσεία της Χώρας, στεγάζεται στο μεγαλοπρεπές κτήριο που κατασκευάστηκε το 1856 από δωρεά του μεγάλου Λειβαρτζινού ευεργέτη Σπυρίδωνα Σακελλαρίου ή Σπηλιωτάκη και αποτελεί αντίγραφο της Σιναίας Ακαδημίας Αθηνών.

Ακόμα και μετά την τελετή κλεισίματος,  ως δημοτικό σχολείο τον Ιούνιο του 2011, το ξακουστό αυτό πνευματικό ίδρυμα (Ελληνικό, Σχολαρχείο και πολυθέσιο Δημοτικό Σχολείο), με την μετατροπή του σε κέντρο λαογραφίας, συνεχίζει την αποστολή του.

ΤΟ ΛΕΙΒΑΡΤΖΙΝΟ ΣΠΙΤΙ

1800-1960

Όπως ανιχνεύθηκε στ’ απομεινάρια που σεβάστηκε ο χρόνος και συγκράτησε η μνήμη, η ευαισθησία και η νοσταλγία (…)

Τα αντικείμενα και τα έπιπλα «πλύθηκαν» μονάχα και τοποθετήθηκαν όπως δόθηκαν, χωρίς καλλωπισμούς. Το «Λειβαρτζινό Σπίτι» παρουσιάζεται «ζωντανό» και όχι σα μνημείο.

Το στήσιμο κράτησε περίπου δύο χρόνια. Μαζώχτηκαν ρουχισμός, σκουτιά και στρωσίδια.

Προσφέρθηκαν εργαλεία, σκεύη, αργαλειοί και κάδρα. Περπατήθηκαν καλύβια, εξετάστηκαν παλλαϊκά σπίτια απ’ όλο το Λειβαρτζινό χώρο, απ’ τις Απανάκρες ως το Λάκο και απ’ τον Ελουκό ως το Μοκρό.

Στην καταγραφή σφίχτηκαν οι καρδιές, δάκρυσαν τα μάτια. Κάθε χνάρι και άνθρωπος, κάθε άνθρωπος και ιστορία γιγαντώθηκαν σαν μύθοι.

Ειδικοί και αρμόδιοι κατάταξαν τις εποχές και όρισαν την εξέλιξη της ιστορίας.

Πρώτο εμφανίζεται το μονόχωρο και παραλληλόγραμμο σπίτι. Μικρά τ’ ανοίγματά του, κυρίως για λόγους προστασίας από τους χειμώνες και τους κατακτητές. Εσωτερικά έχει δύο επίπεδα. Στο χαμηλό πατημένο χώμα, ζωντανά και εργαλεία της καθημερινής οικονομίας. Στο άλλο, το ψηλότερο, που οδηγεί ένα σκαλόνι 60-70 εκατοστά. Σ’ ένα στρίποδο κοιμάται τ’ ανδρόγυνο χάμω, στρωματσάδα παιδιά και γερόντοι. Οι τελευταίοι πιο κοντά στο σταχτοφούρνι για ζέστα.

Το σταχτοφούρνι ήταν η εστία και το μαγειρειό, ένα λάκκωμα στο πάτωμα ή μια εσοχή στον πετρότοιχο, χωρίς καμινάδα. Ο καπνός τραβιόταν προς τα πάνω κι έφευγε από τις σχισμές και τα διάκενα της πλάκας-σχιστόλιθοι- που από το πενήντα (’50) και μετά αντικαταστάθηκαν από τα κεραμίδια.

Ο αργαλειός και μια δυο ξυλοκασέλες ήσαν η στοιχειώδης επίπλωση. Ο ρουχισμός και τα σκουτιά ήταν στιβαγμένα σε «γιούκους» . Οι σωματικές ανάγκες γίνονταν στον «απόπατο» δίπλα για καμιά δεκαπενταριά μέτρα έξω και παραπέρα από το κυρίως σπίτι. Μικρός ο απόπατος ,ίσα να εξυπηρετείται κανείς ,σ’απελέκητα δοκάρια στηρίζονταν η σκεπή από πλάκες και για πάτωμα τάβλες με ένα άνοιγμα, κατά το τούρκικο συνήθειο.

Σε τούτο το σπίτι, έζησε το περισσότερο χωριό μέχρι και τις δύο τρεις δεκαετίες του 20ου αιώνα.

Λίγο πρωτύτερα, η ξενιτιά μέσα κι έξω, δημιούργησε συνθήκες βελτίωσης. Σε τούτο βοήθησε και κάποια ομαλοποίηση των εθνικών πραγμάτων – περίοδος Τρικούπη.

Αποτέλεσμα: το μονόχωρο σπίτι να αυγατίσει, αφού «πατώθηκε» ολόκληρο και ξεχώρισε απ΄το κατώι, με την προσθήκη ενός χώρου, αναγκαίου για την καθημερινή λάτρ ,τη φύλαξη των πιατικών και των χαλκομάτων αλλά και για να μη γίνεται όξω και το μαγείρεμα.

Το μονόχωρο είναι πια δίχωρο. Συγκεντρώνονται σ’αυτό όλα τ’απαραίτητα για τη λάτρα , οι αλευροκασέλες και οι σταροκασέλες. Πάνω σ’αυτές σε καλά στρωσίδια ,καλοκοιμούνται οι «ξένοι»: φιλοξενούμενοι, περαστικοί, διακονιάρηδες, συγγενείς και ο εναπομείνας από τους γερόντους.

Η πιατοθήκη και αργότερα το φανάρι με καναδυό ράφια φύλασσαν τ’αναγκαία, που κάπως αυγαταίνουν  κι αυτά με την προκοπή του τόπου.

 

Τέλη 19ου αιώνα

Έχει προχωρήσει η διασκευή του σπιτιού . Το μονόχωρο , γίνεται «διώροφο». Διαχωρίζονται τα ζώα από τους ανθρώπους. Τα επίπεδα επικοινωνούν με σκάλα, τον καταράχι, που συνδέει το κατώι με το σπίτι. Στο κατώι διαμορφώνεται το παχνί, ο χώρος των κατοικιδίων και πιο πέρα τα βαγένια και τα εργαλεία. Το μαγερειό-κουζίνα στεγάζει το φουρνόξυλο (…)

Η ζωή κυλά και συνεχίζεται η εξέλιξη του Λειβαρτζινού σπιτιού. Ως τις πρώτες δεκαετίες 20ου αιώνα έχει αποκτήσει το «χειμωνιάτικό» του, χώρο σχεδόν τετράγωνο. Το τζάκι πλέον έχει καμινάδα και είναι φτιαγμένο από ντόπιους μάστορες.

Το ανδρόγυνο κοιμάται σε σιδερένιο κρεβάτι με στρωσίδια ενώ τα παιδιά συνεχίζουν να κοιμούνται κατάχαμα.  Τα στρώματα του κρεβατιού, από πανιά συνήθως σπάρτινα, εξακολουθούν να παραγεμίζονται με «μπούσιο»- φλούδες καλαμποκιών και φρέσκων φασολιών που ξεσπινήσθηκαν.

Οι γιούκοι καλύπτονται επιδέξια με κεντημένα καλύμματα.  (…)  Ο σοφράς – το χαμηλό ξύλινο τραπέζι- εξοβελίζεται μπρος από το τζάκι και το τραπέζι, ξύλινο με συρτάρι οπωσδήποτε, σε μια πλευρά του τοίχου εξυπηρετεί κάθε ανάγκη της οικογένειας.

Τα υφαντά, χαλιά και χ(ι)ράμια ξεμυτίζουν από τους  γιούκους και στολίζουν το χειμωνιάτικο. Τα κάδρα απεικονίζουν δυτικότροπες λιθογραφίες (δάση, ποτάμια, ελάφια και αυστροελβετικά χιονισμένα τοπία) κάνουν την εμφάνισή τους και ανταγωνίζονται με περίσσιο θράσος τις υφαντές πάντες στους τοίχους. Το εικονοστάσι με το καντήλι μπαίνε στη γωνία και στολίζεται με λευκό πανί κεντημένο συνήθως με σταυρό.

Το χειμωνιάτικο είναι πια κρεβατοκάμαρη αλλά και χώρος υποδοχής που κρατεί στην αγκάλη του τους ενοίκους και τους ξένους.

Η θαλπωρή κρατεί μέχρι την εισβολή της φορμάικας και την αντικατάσταση του βασιλικού στο παράθυρο από το φορητό πικ-απ να μυεί το χωριό στον ξενόφερτο τρόπο διασκέδασης της χώρας.

Η «ΣΑΛΑ» ΤΟΥ ΛΕΙΒΑΡΤΖΙΝΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ



Κάποια σπίτια, με την άνοδο της αστικής τάξης στη χώρα, που υποβοήθησε και την οικονομική ανάπτυξη του χωριού, απέκτησαν πριν τη λήξη του 19ου αιώνα τη «σάλα» του. Ξενόφερτα έπιπλα, βιεννέζικης αισθητικής καρέκλες, αστικοί καναπέδες (1870) σκαλιστές ή κεντημένες με μπρούτζο κασέλες, κάδρα με ημερομηνίες και αρχικά ονόματα, εταζέρες και ντουλάπες με νεωτερικά στοιχεία, κρεβάτι από κράματα σιδήρου με διάκοσμο μιας αισθητικής που ασυνείδητα επιδιώκει το πάντρεμα της παράδοσης με την εξελισσόμενη εθνική καλαισθησία των υφαντικής, κεντητικής και πλεκτικής τεχνών.

ΑΙΘΟΥΣΑ ΥΦΑΝΤΩΝ

Στην αίθουσα Υφαντών, αναδεικνύεται η υφαντική Τέχνη,-τεχνική και αισθητική- της λειβαρτζινής νοικοκυράς. Οι πολλές δωρέες των κατοίκων, επέτρεψαν να ικανοποιηθεί ο στόχος του Συλλόγου, που ήταν να καταδειχθεί ,όχι μόνο ικανότητα στον αργαλειό της λειβαρτζινής γυναίκας αλλά  και η συνέχεια της ελληνικής ψυχής και συνείδησης, από την Ιλλυρία ως τη Κρήτη.

Η απομονωμένη στο  Λειβάρτζι, υφάντρα, διατρέχεται από τον ίδιο παλμό και τα ίδια κριτήρια επιλογής χρωμάτων,σχεδίων και φυσικών χρωστικών υλών.

Η ελληνική αισθητική είναι διάχυτη και συνεχής, απρόσκοπτη από τις αποστάσεις, τα υψόμετρα, τις κοινωνικές και οικονομικές διαφοροποιήσεις των επί μέρους γεωγραφικών ενοτήτων της Πατρίδας.

Το κρεμυδότσουφλο, το καρυδόφυλλο, ο κρόκος, το τσάϊ, το κεράσι είναι οι φυτικές βαφές, Κοινές στην ελληνική παραδοσιακή Υφαντική.

Τα σχέδια κοινά, ο συνδυασμός χρωμάτων κοινός. Μεγάλη απόδειξη, η έκθεση στην αίθουσα, δίπλα-δίπλα υφαντών από τη Φλώρινα και το Λειβάρτζι, πλεχτών κουβερτών από το Λειβάρτζι και την Νάξο.

Τα υφαντά που παρουσιάζονται καλύπτουν το χρονικό διάστημα από τις αρχές του 19 ου αιώνα  έως το 1970, ώστε με τον πλούτο της τεχνικής ,την έλλειψη «κάμπου» (φόντο) στα παλαιότερα που υποχωρεί με τη πάροδο του χρόνου, να σημειώνονται και οι κοινωνικές τάξεις αλλά και η βαθμιαία  «παρακμή».

Οι αρχόντισσες είχαν χρόνο, να κεντάνε πλουμίδια. Η φτωχιά που δούλευε είκοσι τέσσερεις ώρες, ύφαινε για τις ανάγκες της, απλούστερα γεωμετρικά σχέδια παρμένα  από τον κόσμο των φυτών...

ΑΙΘΟΥΣΑ ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΩΝ

Η απόφαση του Συλλόγου, για τη δημιουργία αίθουσας, όπου θα αναρτώνται φωτογραφίες Λειβαρτζινών, ζώντων και μη, με δίπλα τους προσωπικό αντικείμενο ή εργαλείο της δουλείας τους, οδήγησε στο χαρακτηρισμό του «ΚΕΝΤΡΟΥ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑΣ ΚΑΙ ΛΕΙΒΑΡΤΖΙΝΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ» ,σαν ένα από τα τρία καλύτερα «ΘΕΜΑΤΙΚΑ» Λαογραφικά Μουσεία της Χώρας. Και τούτο γιατί μέσα από την αίθουσα αυτή, αναδεικνύεται η πραγματική κοινωνική δομή, η αληθινή οικονομική κατάσταση των κατοίκων, η πολιτιστική υποδομή του Λειβαρτζινού χαρακτήρα. 

Ο χαρακτήρας αυτός, ίσως και λόγω της συνεχούς καταφυγής στο Λειβάρτζι, διωκομένων για κάθε λόγο και αιτία από κάθε γωνιά της Ελλάδας, είναι ανήσυχος, διορατικός, δραστήριος. Γνωρίζει να ερευνά, επιθυμεί να δημιουργεί, στενάζει μέσα στον μικρότατο ορίζοντα του χωριού του παρ’ ότι αυτό είναι ένα σκαλοπάτι από το Θεό.

Οι  γόνοι των οπλαρχηγών και τα παιδιά των απλών αγωνιστών ,μέσα στο  πνεύμα του Ελεύθερου Γένους ,αναδεικνύονται δημιουργοί  πρωτοπόρων  Χημικών Βιομηχανιών πχ ΑΛΓΚΟΝ –ΧΡΩΠΕΙ, Ξενοδοχειακών μονάδων πρωτόφαντων για την εποχή τους π.χ. «ΜΕΓΑΛΗ ΒΡΕΤΑΝΙΑ», κολοσσιαίων κατασκευαστικών επιχειρήσεων όπως π.χ. «ΑΘΗΝΑ», «ΑΡΧΙΜΗΔΗΣ», «ΑΡΧΙΡΟΔΟΝ». Οι εταιρείες αυτές με την απόλυτη τεχνογνωσία, για το δεύτερο μισό του 20 ου αιώνα, στη κατασκευή λιμενικών έργων, ανέδειξαν την Ελλάδα σε Μητρόπολη των Λιμένων του συνόλου σχεδόν της Μεσογείου και της Αραβικής χερσονήσου.

Τα ονόματα των Λειβαρτζινών, Κωνσταντίνος Β. Κωνσταντίνου και Γιάννης Σ. Ανδρόπουλος, δείχνουν πως οι ορεινοί κατακτούν και την θάλασσα.

Η αίθουσα «ΕΝΘΥΜΑΤΩΝ», αναδεικνύει Ιστορία πέραν των 200 χρόνων του Λειβαρτζίου.

Sign In