Καλάβρυτα: Φλόγα Ελευθερίας
Καλάβρυτα: Η φλόγα που αναδύεται
- «και φαίνεται το λάμπισμα απ' αλάργα» - από τους δυό λόφους που στέκονται αντικριστά. Το Λόφο του Καππή, τον τόπο εκτέλεσης των Καλαβρυτινών από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής στις 13-12-1943 και το Λόφο της Αγίας Λαύρας, τον τόπο που ξεκίνησε η Επανάσταση του 1821.
Τα Καλάβρυτα, η Μαρτυρική πόλη και ολόκληρη η Επαρχία Καλαβρύτων έχουν άρρηκτα συνδεδεμένη την ιστορική διαδρομή τους με την ιστορία της νεότερης Ελλάδας.
Η Αγία Λαύρα, το ιερό των Ελλήνων και πανελλήνιο σύμβολο της Εθνικής Παλιγγενεσίας, το λάβαρο της επανάστασης και τα επαναστατικά γεγονότα της περιοχής των Καλαβρύτων που σηματοδότησαν την έναρξη του Αγώνα του 1821, και ο λόφος του Καππή, ο τόπος Εκτέλεσης των Καλαβρυτινών από τα Γερμανικά στρατεύματα κατοχής στις 13 Δεκεμβρίου 1943 - το μεγαλύτερο Ελληνικό Ολοκαύτωμα – είναι δύο ιστορικά γεγονότα, σημεία αναφοράς για τα Καλάβρυτα και ταυτόχρονα σημεία αναφοράς για την εθνική συνείδηση.
Τα Καλάβρυτα, η κιβωτός του Έθνους, αποτελούν σύμβολο των αγώνων για ελευθερία και έχουν αποτυπωθεί στην Εθνική μνήμη σαν το μέρος που συμπυκνώνει τα δομικά στοιχεία της Εθνικής μας ταυτότητας.
Στο λόφο απέναντι από την Αγία Λαύρα υψώνεται το λαμπρότερο μνημείο του Έθνους, το Πανελλήνιο Ηρώον Εθνικής Παλιγγενεσίας,
Στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη καίει ακοίμητο καντήλι, το φώς του οποίου μεταφέρθηκε με λαμπαδηδρομία από την Αγία Λαύρα κατά την ημέρα των των αποκαλυπτηρίων του, την 25η Μαρτίου 1932 και,
Στο λόφο του Καππή, πάνω από τα Καλάβρυτα, δεσπόζει ο Σταυρός στον Τόπο της Εκτέλεσης παγκόσμιο σύμβολο Ειρήνης, Ελευθερίας, Μνήμης.
Περισσότερα Ιστορικά στοιχεία για τα Καλάβρυτα
-
Παλαιολιθική και Μεσολιθική Εποχή
Ασφαλή ίχνη από την Παλαιολιθική και τη Μεσολιθική Εποχή, δηλαδή την περίοδο πριν από το 7000 π.Χ., δεν σώζονται. Υπαίθριες εγκαταστάσεις της Παλαιολιθικής και Μεσολιθικής Εποχής, επειδή οι άνθρωποι μετακινούνταν συχνά για την εξασφάλιση της τροφής τους, δεν βρέθηκαν, αλλά η παρουσία ανθρώπων της εποχής αυτής πρέπει να θεωρείται σίγουρη, αφού σε όλες τις περιοχές, που περιβάλλουν την Επαρχία Καλαβρύτων, έχουν βρεθεί ίχνη τους. Ο Παλαιολιθικός άνθρωπος, όμως, χρησιμοποιεί, όπως είναι γνωστό, και τα σπήλαια για περιστασιακή διαμονή και για την προστασία του, αλλά προς το παρόν δεν έχει γίνει συστηματική διερεύνηση όλων των σπηλαίων, που βρίσκονται σχεδόν παντού στον ορεινό όγκο.
-
Νεολιθική Εποχή
Κατά την επόμενη Περίοδο, τη Νεολιθική Εποχή (7.000-3.000 χρόνια π.Χ.), η σημαντικότερη, μέχρι στιγμής θέση που ερευνήθηκε, βρίσκεται στο Σπήλαιο των Καστριών ή Λιμνών.
-
Εποχή του Χαλκού
Οι αρχαιολογικές θέσεις πολλαπλασιάζονται κατά την Περίοδο της Εποχής του Χαλκού, που διαρκεί από το 3000 έως το 1100 π. Χ. περίπου. Την Εποχή αυτή, η βασική πρώτη ύλη για τα εργαλεία και τα όπλα, που ήταν ο Λίθος κατά τις προηγούμενες Περιόδους, αντικαθίσταται τώρα από το Χαλκό. Κατά την πρώιμη φάση του, 3η χιλιετία π.Χ., που αποκαλείται και Πρωτοελλαδική, γιατί κάνουν την εμφάνισή τους τα πρώτα ελληνικά φύλλα, αν και τα οικοδομικά κατάλοιπα είναι ελάχιστα, εντούτοις, είναι σαφές ότι ο ορεινός όγκος εξακολουθεί να αποτελεί ασφαλή χώρο κατοίκησης. Το σπήλαιο των Καστριών, αλλά και άλλες νεολιθικές θέσεις, εξακολουθούν να κατοικούνται. Συγκριτικά και με άλλες Πρωτοελλαδικές θέσεις της αρχαίας Αρκαδίας, φαίνεται ότι κατά την περίοδο αυτή οι κάτοικοι προτιμούν τις μικρές και διεσπαρμένες στο χώρο εγκαταστάσεις, ενώ κατά τη Μέση και Ύστερη Χαλκοκρατία επιλέγουν θέσεις περισσότερο οχυρές.
-
Μέση Χαλκοκρατία (ή Μεσοελλαδική) περίοδος
Κατά τη Μέση Χαλκοκρατία (ή Μεσοελλαδική Περίοδο, 1900-1570 π.Χ.), τόσο το σπήλαιο των Καστριών, όσο και το οροπέδιο των Καλαβρύτων, εξακολουθούν να κατοικούνται, αλλά και νέες θέσεις αναπτύσσονται, όπως στην ποτάμια κοιλάδα ανάμεσα στον Κάνδαλο και τα Καλάβρυτα. Η δημιουργία Μεσοελλαδικού οικισμού στη θέση Μπουρή του Κανδάλου, δηλαδή σε δύσβατη και αθέατη περιοχή, υποδηλώνει πιθανώς πολιτική αστάθεια και μετακινήσεις διαφόρων φύλων.
-
Μυκηναϊκή Εποχή
Κατά την Ύστερη Χαλκοκρατία, που αποκαλείται και Υστεροελλαδική, αλλά είναι γνωστότερη ως Μυκηναϊκή Εποχή, γιατί το σημαντικότερο κέντρο είναι οι Μυκήνες στην Αργολίδα, και διαρκεί από το 1570-1100 μ.Χ., εξακολουθούν να λειτουργούν κάποιες από τις προηγούμενες θέσεις, αλλά σημαντικά οικοδομικά κατάλοιπα οικισμών ή ακροπόλεις δεν έχουν έλθει ακόμη στο φως, εκτός από κάποια όστρακα, δηλαδή κομμάτια πήλινων αγγείων, τα περισσότερα από τα οποία βρέθηκαν κοντά στην Κλειτορία, στο σπήλαιο των Καστριών, στον Κάνδαλο και στην περιοχή των Καλαβρύτων. Όμως οργανωμένα νεκροταφεία έχουν ήδη εντοπιστεί, έστω και μερικώς ανεσκαμμένα. Τα σημαντικότερα βρέθηκαν στο Βρυσάρι, τον Μποντιά και το Μάνεσι, δηλαδή επάνω στο μοναδικό φυσικό πέρασμα από την Αρκαδία προς την κεντρική Αχαΐα. Από τα μέχρι στιγμής στοιχεία φαίνεται πολύ πιθανόν ότι στην περιοχή μας, δεν υπήρχε κάποιο μεγάλο και καλά οργανωμένο κέντρο, όπως στην υπόλοιπη Αχαΐα, την Κορινθία και την Αρκαδία, και ότι ολόκληρη η έκτασή της είχε διαμοιραστεί σε μικρότερα διαμερίσματα με μικρούς οικισμούς, που αποτελούσαν πιθανώς τμήματα της επικράτειας των μεγάλων περιφερειακών μυκηναϊκών κέντρων.
-
Μετά το τέλος της Μυκηναϊκής Εποχής, ακολουθεί η συμβατικά αποκαλούμενη Γεωμετρική Περίοδος, που τελειώνει γύρω στο 700 π. Χ. Ονομάζεται δε γεωμετρική, γιατί οι άνθρωποι χρησιμοποιούν γεωμετρικά κοσμήματα για τη διακόσμηση των αγγείων και των άλλων χρηστικών αντικειμένων. Τώρα, ολόκληρη η περιοχή κατοικείται και για πρώτη φορά εντοπίζεται ελληνικό ιερό, όπως αυτό της Αρτέμιδος Ημέρας στους Λουσούς των Καλαβρύτων, ενώ ένα σημαντικό σύνολο γεωμετρικών αντικειμένων, μεταξύ των οποίων και τον οπλισμό ενός πολεμιστή, αποκάλυψε η ανασκαφή ενός νεκροταφείου στη θέση Κιούπια των Καλαβρύτων.
Στην περίοδο αυτή βρίσκονται και οι απαρχές της δημιουργίας των ισχυρών πόλεων των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων, όπως της Ψωφίδος, του Πάου, των Λουσών, του Κλείτορος, της Κύναιθας, της Νωνάκριδος, αλλά και της Φενεού, που βρίσκεται σήμερα στο Νομό Κορινθίας. Στο βορειότερο τμήμα της Επαρχίας Καλαβρύτων, που ανήκε στην αρχαιότητα στην Αχαΐα, υπάρχει μία αχαϊκή πόλη, το Λεόντιο, το οποίο ταυτίζεται με τη μικρή οχυρωμένη αρχαία πόλη στην Κάτω Βλασία.
Από την κλασική, την ελληνιστική και τη ρωμαϊκή περίοδο (5ος αι. π.Χ.-4ος αι. μ.Χ.) σώζονται τα καλύτερα διατηρούμενα αρχαία μνημεία, όπως οι πόλεις που αναφέραμε παραπάνω, και στις ίδιες περιόδους ανήκουν και άλλες αρχαίες θέσεις, γνωστές από τις αρχαίες πηγές, που είτε δεν έχουν ακόμη ταυτιστεί, είτε η ταύτισή τους θεωρείται επισφαλής.
Η πιο πάνω περιγραφή της περιοχής του Δήμου Καλαβρύτων (πρώην επαρχία Καλαβρύτων), κατά την αρχαιότητα, αποτελεί μέρος της ομιλίας του Δρος. Μιχάλη Πετρόπουλου πρώην Δ/ντη της ΣΤ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, στο Β’ Παγκόσμιο Συνέδριο των Αποδήμων Καλαβρυτινών στις 5 Αυγούστου 2004 στα Καλάβρυτα.
-
Φραγκοκρατία: 1204 - 1566
Κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας η επαρχία των Καλαβρύτων αποτελούσε τη μικρότερη διοικητική και φορολογική ενότητα του θέματος Πελοποννήσου. Όταν καταλήφθηκε η Κωνσταντινούπολη από τους Σταυροφόρους (1204) και δημιουργήθηκε το Πριγκηπάτο του Μορέως (1205), τα Καλάβρυτα έγιναν έδρα μιας από τις είκοσι βαρονίες του και χωρίστηκαν σε δώδεκα ιπποτικά φέουδα. Πρώτος βαρόνος ήταν ο Όθων ντε Τουρνέ, τον οποίο διαδέχτηκαν αρχικά ο Ιωάννης και στη συνέχεια ο Γοδεφρείδος. Στα χρόνια εκείνα δόθηκε στη πόλη το όνομα «Καλάβρυτα» και χτίστηκε το κάστρο (1208) ανατολικά της πόληςκαι αρκετά μικρότερα φρούρια στην ευρύτερη περιοχή.
Το 1263 η φραγκική βαρονία ανατράπηκε από τους Έλληνες, οι οποίοι έγιναν κυρίαρχοι της περιοχής. Αργότερα κυρίαρχοι των Καλαβρύτων έγιναν οι Ντε λα Τρεμουίλ (De la Tremouille), βαρόνοι της Χαλανδρίτσας, που από το 1257 ήταν αυτοτελής βαρονία, έχοντας υπό τον έλεγχο της ένα τμήμα της μέχρι πρότινος ενιαίας βαρονίας των Πατρών. Η δεύτερη φάση της φραγκικής κυριαρχίας κράτησε ως το 1330, οπότε οι Βυζαντινοί δεσπότες του Μυστρά, έχοντας ως στρατηγούς αρχικά τον Καντακουζηνό και στη συνέχεια τον Παλαιολόγο Ασάν, κατέλαβαν την περιοχή. Ένα τμήμα των Φράγκων παρέμεινε στην επαρχία των Καλαβρύτων, ασπάστηκε την ορθοδοξία και εξελληνίστηκε.
Όταν ο Θεόδωρος Α’ Παλαιολόγος ηττήθηκε από τους Τούρκους νοίκιασε τα Καλάβρυτα στους Ιωαννίτες Ιππότες της Ρόδου (1404). Τέσσερα χρόνια αργότερα όμως περιήλθαν και πάλι στους Παλαιολόγους. Ο Θεόδωρος Παλαιολόγος μετακάλεσε (1392) από την Αλβανία αρκετές οικογένειες για να ενισχύσουν τον αποδεκατισμό από την επιδημία πανούκλας πελοποννησιακό πληθυσμό. Από αυτούς ιδρύθηκαν τα δυο αλβανόφωνα χωριά των Καλαβρύτων η Λυκούρια και το Κγέρμπεσι.
Οι Τούρκοι θα γίνουν κυρίαρχοι της περιοχής το 1460, αφού κατέβαλαν την ισχυρή αντίσταση που πρόβαλε ο τελευταίος φρούραρχος των Καλαβρύτων Δόξας.
Το κάστρο των Καλαβρύτων, μαζί με εκείνο του Σαλμένικου (1461), ήταν τα δυο τελευταία που κατέλαβαν στην Πελοπόννησο οι δυνάμεις του Μωάμεθ Β’ του Πορθητή.
-
Τουρκοκρατία
Όταν τα Καλάβρυτα θα βρεθούν και πάλι υπό την τουρκική κυριαρχία (1715), δε θα αφαιρεθεί κανένα από τα προνόμια που τους είχαν παραχωρηθεί. Μάλιστα στα χρόνια αυτά μαρτυρείται η λειτουργία σχολείων στα Καλάβρυτα, στον Άγιο Παύλο, στη Δάφνη, στην Κέρτεζη, στην Κερπινή και στην Αροανία. Ο 18ος αιώνας θα σημαδευτεί από την αξιόλογη εμπορική κίνηση των τοπικών αγροτικών προϊόντων και την ανάπτυξη ευρωπαϊκών διασυνδέσεων με αρκετές χώρες. Κατά τη διάρκειά του θα εξελιχθεί το οδικό δίκτυο της περιοχής και θα αναδειχτούν ισχυρές οικογένειες, Πετιμεζαίοι, Ζαϊμαίοι, Λόντοι, Χονδρογιανναίοι, Φωτηλαίοι, Χαραλάμπες, Θεοχαροπουλαίοι, Σοφιαναίοι κ.α., οι οποίοι διαδραμάτισαν ηγετικό ρόλο στην Επανάσταση του 1821.
-
Τα επαναστατικά γεγονότα του 1821 και η απελευθέρωση των Καλαβρύτων
Η Επαρχία Καλαβρύτων διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης κατά των Τούρκων Κατακτητών, το Μάρτιο του 1821. Μετα από συσκέψεις προεστών και ανώτατων κληρικών της Αχαΐας, των Καλαβρύτων και της Βοστίτσας αποφασίστηκε να αρχίσουν οι προετοιμασίες στις διάφορες περιοχές, ενώ πιο ισχυρές ήταν οι φωνές για την άμεση έναρξη της Επανάστασης έως τις 17 Μαρτίου, εορτή του Πολιούχου των Καλαβρύτων Αγίου Αλεξίου. Ωστόσο, η Επαρχία Καλαβρύτων παρουσιάζεται νωρίτερα προετοιμασμένη και δεκτική στις ιδέες του Παπαφλέσσα για τον αγώνα. Έτσι στην περιοχή των Καλαβρύτων, κατά τα μέσα Μαρτίου 1821 θα λάβουν χώρα σημαντικά επαναστατικά γεγονότα, τα οποία αποτέλεσαν το σπινθήρα για την έναρξη της Επανάστασης.
Πρώτος ο Νικόλαος Σολιώτης, αγνοώντας τις ατέρμονες συνελεύσεις των προεστών, μαζί με τον Αναγνώστη Κορδή και άλλους κλέφτες, στις 14 Μαρτίου 1821, έστησαν ενέδρα και χτύπησαν σε τοποθεσία κοντά στο Αγρίδι της Νωνάκριδος τρεις γυφτοχαρατζήδες και τρεις ταχυδρόμους που μετέφεραν επιστολές του καϊμακάμη Μεχμέτ Σελήχ στον Χουρσήτ πασά στα Ιωάννινα, κατόπιν παροτρύνσεως του Σωτήρη Χαραλάμπη.
Ακολούθησε στις 18 Μαρτίου 1821 η επίθεση του Χονδρογιάννη στην τοποθεσία Χελωνοσπηλιά της Κατσάνας (Λυκούρια), εναντίον του εισπράκτορα Λαλαίου Τουρκαλβανού Σεϊδή, που μετέφερε μαζί με τον καταγόμενο από τη Βυτίνα «Σαράφη» Νικόλαο Ταμπακόπουλο, χρεόγραφα από την Κερπινή Καλαβρύτων στην Τριπολιτσά.
Καταγράφεται επίσης η εχθρική ενέργεια του Νικόλαου Σολιώτη και του Ανδρέα Πετιμεζά, κατά διαταγή του Ασημάκη Φωτήλα στο Λειβάρτζι (14 ή 16 Μαρτίου) εναντίον δύο σπαχήδων από την Τριπολιτσά, των Τσιπουγλαίων. Επαναστατικές ενέργειες θεωρούνται επίσης, η επίθεση από το Νικόλαο Σολιώτη εναντίον επτά Τούρκων στα χωριά του Αρφαρά των Χασίων και 19 Αλβανών στη Βερσοβά ή Μπερτζοβά, η προσβολή και ο φόνος μερικών από τους 18 Τούρκους, οι οποίοι πηγαίνοντας από τα Σάλωνα στην Τροπολιτσά έπεσαν στην ενέδρα των Πετμεζαίων στην Ακράτα, καθώς και ο φόνος στον Ανάργυρο και το ναΐσκο του Αγ. Αθανασίου (Σοπωτό), των Τούρκων ιδιοκτητών των χωριών Μοστίτσι και Καστέλι.
Ιδιαίτερης σημασίας κρίνεται η επίθεση εναντίον ανθρώπων του Τούρκου διοικητή των Καλαβρύτων Ιμπραήμ πασά Αρναούτογλου, που ανήσυχος από την κατάσταση ξεκίνησε με ολόκληρη τη φρουρά του για την Τριπολιτσά (μέσα Μαρτίου 1821). Στη θέση Παλαιόπυργος ή Φροξυλιά ο Σωτήρης Παπαδαίος, ο Θανάσης Φεφές και ο Θανάσης Κωστόπουλος από το Μάζι, ο Γιαννάκης Βίρας από τα Κρινόφυτα και ο Γαλάνης από τα Βρώσθαινα, σκότωσαν σε ενέδρα τον Αιθίοπα (δούλο του Αρναούτογλου). Το απόγευμα της ίδιας μέρας η προφυλακή του Αρναούτογλου, έπεσε σε ενέδρα στη θέση Πλατάνια, που έστησαν οι ίδιοι μαζί με άλλους. Ο Αρναούτογλου, όταν πληροφορήθηκε όσα συνέβησαν, έντρομος έσπευσε να κλειστεί μαζί με τους Τούρκους στους τρεις οχυρούς πύργους των Καλαβρύτων.
Επίσης καθοριστικός υπήρξε ο ρόλος της Μονής της Αγίας Λαύρας, γιατί εκεί, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλόγησε τα όπλα των αγωνιστών και ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης, το λάβαρο του Αγώνα, για την ανεξαρτησία και την αποτίναξη του Τουρκικού Ζυγού, που ήταν το παραπέτασμα της Ωραίας Πύλης του Ναού, στις 17 Μαρτίου 1821. Στη συνέχεια 600 ένοπλοι αγωνιστές με αρχηγούς τον Σωτήρη Χαραλάμπη, τον Φωτήλα, τον Σωτήρη Θεοχαρόπουλο, τον Ιωάννη Παπαδόπουλο, τον Νικόλαο Σολιώτη και τους Πετιμεζαίους πολιόρκησαν τα Καλάβρυτα και επιτέθηκαν εναντίον των Τούρκων που είχαν καταφύγει στους πύργους. Μετά από πενθήμερη αντίσταση (17-21 Μαρτίου) ο Αρναούτογλου παραδόθηκε και τα Καλάβρυτα ήταν πλέον η πρώτη ελεύθερη πόλη. Μετά την απελευθέρωση στην πόλη και στην Ιστορική Μονή της Αγίας Λαύρας τελέστηκε επίσημη δοξολογία. Σχεδόν ταυτόχρονα (23-3-1821) απελευθερώνεται η Καλαμάτα από ‘Ελληνες αγωνιστές με επικεφαλής τους Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και Παπαφλέσσα, ενώ ο Ανδρέας Λόντος κηρύσσει την επανάσταση στη Βοστίτσα, την οποία εγκατέλειψαν οι Τούρκοι κάτοικοί της. Στις 25 Μαρτίου 400 Αγωνιστές από τη Βοστίτσα, υπό τον Λόντο, θα συμμετάσχουν στην πολιορκία του φρουρίου της Πάτρας, στην οποία είχαν εισέλθει οι επαναστάτες από τις 22 Μαρτίου.
Η 25η Μαρτίου ορίστηκε ως ημέρα εθνικού πανηγυρισμού με το διάταγμα που εξέδωσε ο βασιλιάς Όθων την 27η Μαρτίου 1838.
ΛΑΒΑΡΟ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ 1821
Το παραπέτασμα της Ωραίας Πύλης του Ναού της Αγίας Λαύρας υπήρξε η σημαία της Ελληνικής Επανάστασης που ύψωσε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και όρκισε τους αγωνιστές. Σύμφωνα με πηγές, το Λάβαρο το έφερε στη Μονή ο Ιερομόναχος Νεόφυτος. Το σχήμα του είναι επίμηκες, ορθογώνιο και επάνω εικονίζεται η Κοίμηση της Θεοτόκου. Παρά τις πυρκαγιές και λεηλασίες που έγιναν στο Μοναστήρι, το Λάβαρο δεν υπέστη καμία φθορά. Συντηρήθηκε το 1993 και διαφυλάσσεται σε ειδική θήκη στη Μονή. Σήμερα αποτελεί τον πολυτιμότερο Εθνικό θησαυρό.
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΗΡΩΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑΣ 1821
Στο δεσπόζοντα λόφο, βόρεια της Μονής της Αγίας Λαύρας, υψώνεται το λαμπρότερο μνημείο του Έθνους. Είναι το Ηρώο των αγωνιστών της Επανάστασης του 1821, που θυσιάστηκαν για την ανεξαρτησία του Ελληνικού Έθνους από τον Τουρκικό Ζυγό. Τα αποκαλυπτήρια του μνημείου στη σημερινή του μορφή πραγματοποιήθηκαν στις 24 Μαρτίου 1971. Το Ηρώον αποτελείται από σύνθεση τριών ανδριάντων που παριστάνουν τη συμμετοχή του κλήρου και των αγωνιστών στην Επανάσταση του 1821 και την Ελευθερία του Ελληνικού Έθνους από τον Τούρκο Κατακτητή. Κάθε χρόνο οι εκδηλώσεις εορτασμού της Εθνικής Επετείου, που διοργανώνει ο Δήμος Καλαβρύτων αρχίζουν από το Ηρώο, όπου τελείται τρισάγιο, κατάθεση στεφάνων, τήρηση ενός λεπτού σιγής στη μνήμη των ενδόξων ηρώων και ανάκρουση του Εθνικού Ύμνου.
-
Γερμανική κατοχή
Η κατοχή αποτελεί μια από τις πιο συγκλονιστικές περιόδους της Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας. Η ευρύτερη περιοχή των Καλαβρύτων, τόπος με μακραίωνη ιστορική διαδρομή και επαναστατικό παρελθόν, υπέστη την περίοδο της Κατοχής τεράστιες απώλειες σε έμψυχο δυναμικό, με μαζικές εκτελέσεις αμάχων και ολοκληρωτικές καταστροφές.
Οι εγκληματικές πράξεις των Γερμανικών στρατευμάτων Κατοχής κορυφώθηκαν το Δεκέμβριο του 1943, με μια οργανωμένη εκκαθαριστική επιχείρηση της περιοχής των Καλαβρύτων, γνωστή ως «Επιχείρηση Καλάβρυτα» (από 5 έως 15 Δεκεμβρίου 1943), μια από τις πιο σκληρές επιχειρήσεις της Βέρμαχτ, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη γενικότερα.
-
Το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων
Οι Γερμανοί μπήκαν στα Καλάβρυτα στις 9 Δεκεμβρίου. Δημιούργησαν έναν ασφυκτικό κλοιό γύρω από την πόλη, προκειμένου να μην μπορεί κανείς να ξεφύγει. Την έντονη ανησυχία των κατοίκων κατάφερε, παραπλανώντας τους, να κατευνάσει ο Γερμανός Διοικητής Ebersberger, ο οποίος τους διαβεβαίωσε ότι δεν πρόκειται κανείς να πάθει τίποτε και ότι ο στόχος τους ήταν η εξόντωση των ανταρτών. Προχώρησαν αρχικά στην πυρπόληση σπιτιών που ανήκαν σε αντάρτες και αναζήτησαν την τύχη των Γερμανών τραυματιών της Μάχης της Κερπινής. Στις 12 Δεκεμβρίου οι Γερμανοί άρχισαν να ετοιμάζονται για να αποχωρήσουν την επομένη. Το πρωί τις 13ης Δεκεμβρίου, ημέρα Δευτέρα, πριν καλά καλά ξημερώσει, χτύπησαν τις καμπάνες της κεντρικής εκκλησίας και Γερμανοί αξιωματικοί και στρατιώτες διέταξαν να συγκεντρωθούν όλοι οι κάτοικοι στο Δημοτικό Σχολείο, αφού πάρουν μαζί τους μια κουβέρτα και τρόφιμα μιας ημέρας.
Στο κτίριο του σχολείου έγινε ο χωρισμός και ο αποχωρισμός. Τα γυναικόπαιδα κλείστηκαν στο σχολείο και οι άνδρες από 14 χρονών και πάνω οδηγήθηκαν σε φάλαγγες στην κοντινή Ράχη του Καππή (σήμερα Τόπος Εκτέλεσης). Ο χώρος ήταν προσεκτικά επιλεγμένος. Η αμφιθεατρική του διαμόρφωση δεν θα επέτρεπε σε κανένα να γλιτώσει. Οι Καλαβρυτινοί ήταν αναγκασμένοι να βλέπουν τις περιουσίες τους, τα σπίτια και ολόκληρη την πόλη, να καίγονται και μαζί τους να παραδίδονται στη φωτιά οι γυναίκες και τα ανήλικα παιδιά τους που ήταν έγκλειστα στο κτίριο του Σχολείου, το οποίο φρουρούσαν πάνοπλοι στρατιώτες.
Ο Γερμανός Διοικητής, για να καθησυχάσει και να παραπλανήσει τους συγκεντρωμένους, έδωσε το λόγο της στρατιωτικής του τιμής ότι δεν πρόκειται να τους σκοτώσουν. Ολόκληρη η πόλη παραδόθηκε στις φλόγες.
Την ίδια στιγμή ο Οδοντωτός κατηφόριζε κατάφορτος με τις σοδιές από το πλιάτσικο των Γερμανών στα σπίτια, στα μαγαζιά και στις αποθήκες, από όπου άρπαξαν ό,τι πολύτιμο υπήρχε. Μαζί και τα χρήματα και τα αποθέματα των Τραπεζών και των Δημοσιών Υπηρεσιών, αφού προηγουμένως ανάγκασαν τους Διευθυντές να τα παραδώσουν. Από το ξενοδοχείο «Μέγας Αλέξανδρος», με μια πράσινη και ύστερα μια κόκκινη φωτοβολίδα, δόθηκε το σύνθημα της εκτέλεσης. Τα πολυβόλα θέρισαν τους Καλαβρυτινούς. Ακολούθησε η χαριστική βολή που ολοκλήρωσε το έγκλημα.
Στο δημοτικό σχολείο, τα γυναικόπαιδα έζησαν στιγμές αγωνίας και τρόμου, καθώς οι φλόγες έζωναν το κτίριο του σχολείου. Σπάζοντας πόρτες και παράθυρα κατάφεραν τελικά να ξεφύγουν τρέχοντας μακριά από τα σπίτια που φλέγονταν και άρχισαν να αναζητούν τους δικούς τους, ανηφορίζοντας προς το μέρος που είχαν οδηγήσει τους άνδρες και βρέθηκαν μπροστά στο πιο φρικιαστικό και απάνθρωπο θέαμα. Άνδρες, πατεράδες, γιοι και αδελφοί κείτονταν νεκροί πλημμυρισμένοι στο αίμα.
Το μεγάλο Δράμα των Καλαβρύτων είχε ξεκινήσει. Τα νιάτα, οι δημιουργικές δυνάμεις της πόλης, περιουσίες και κόποι χρόνων αφανίστηκαν στις 2:34' της 13ης Δεκεμβρίου 1943, όπως δείχνουν οι δείκτες του σταματημένου ρολογιού της εκκλησίας.
Στο απόρρητο ραδιογράφημα της 117 Jager Division (Αρ.1595/43), καταγράφεται ο τελικός απολογισμός της Επιχείρησης Καλάβρυτα: «Κατεστράφησαν ολοκληρωτικά τα χωριά: Ρογοί, Κερπινή, Στάση Κερπινής, Άνω Ζαχλωρού, Κάτω Ζαχλωρού, Σούβαρδο, Βραχνί, Καλάβρυτα, Μοναστήρια Μεγάλου Σπηλαίου και Αγίας Λαύρας, Αγία Κυριακή, Αυλές, Βυσωκά, Φτέρη, Πλατανιώτισσα, Πυργάκι, Βάλτσα, Μελίσσια, Μοναστήρι Ομπλού, Λαπαναγοί, Μάζι, Μαζέικα, Παγκράτι, Μορόχωβα, Δερβένι, Βάλτος, Πλανητέρου, Καλύβια. 696 Έλληνες εκτελέστηκαν...».
Η συνέχεια του δράματος βρήκε τις γυναίκες να προσπαθούν με ό,τι είχε απομείνει, ακόμα και με τα χέρια, να σκάψουν πρόχειρους τάφους στην παγωμένη γη του Δεκέμβρη για να θάψουν τους νεκρούς τους. Με τις κουβέρτες που είχαν κοντά τους, μετέφεραν τους σκοτωμένους στο νεκροταφείο ενώ άλλους τους έθαψαν εκεί στο λόφο, σε μια τραγική σκηνή που κράτησε μέρες. Ακολούθησε η προσπάθεια της επιβίωσης μέσα στα χαλάσματα, που έμελλε για χρόνια να στεγάσουν τις απορφανισμένες οικογένειες. Οι Καλαβρυτινές Γυναίκες, οι Καλαβρυτινές Μανάδες, μορφές ηρωικές, παλεύοντας κάτω από δύσκολες συνθήκες, κατάφεραν να αναθρέψουν τα παιδιά τους και να ξαναχτίσουν την πόλη μέσα από τα ερείπια.
Στον Τόπο της Εκτέλεσης, ο Λευκός Σταυρός και η Καλαβρυτινή Μάνα, αιώνια σύμβολα του μαρτυρίου, εξακολουθούν να στέλνουν μηνύματα ειρήνης, ελευθερίας και συναδέλφωσης των λαών του κόσμου.
Στα πλαίσια της απόδοσης φόρου τιμής για τα θύματα του ναζιστικού καθεστώτος κατά τη περίοδο της κατοχής, 1940 – 1945, συστάθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2000 αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία με την επωνυμία «Δίκτυο Μαρτυρικών Πόλεων & Χωριών της Ελλάδος, Περιόδου 1940 -1945» και με διακριτικό τίτλο «Ελληνικά Ολοκαυτώματα», το οποίο περιλαμβάνει 50 πόλεις και 4 κοινότητες, τα οποία χαρακτηρίζονται ως «Μαρτυρικά», με έδρα τη Μαρτυρική Πόλη των Καλαβρύτων, λόγω των μεγάλων καταστροφών σε ανθρώπινες ζωές και σε υλικές ζημιές που υπέστησαν κατά την αντίσταση εναντίον των δυνάμεων κατοχής 1941 -1944.