Η αρχαία Κύναιθα ήταν η βορειότερη πολίχνη της αρκαδικής Αζανίας. Η πόλη ιδρύθηκε κατά τους αρχαϊκούς χρόνους, πιθανόν από Αζάνες (αρχαία Αρκαδική φυλή) γύρω στο 1700 π.Χ. με οικιστή τον Κύναιθο, έναν από τους 50 γιους του Λυκάονα και εγγονό του Πελασγού, πρώτου βασιλιά των Αρκάδων. Το όνομα της πόλης προκύπτει από τις λέξεις κύων (σκύλος) και θέω (τρέχω) και φαίνεται να είναι δηλωτικό της αγάπης των κατοίκων της για το κυνήγι που αφθονούσε στην περιοχή.
Η θέση της αρχαίας Κύναιθας δεν έχει προσδιοριστεί επακριβώς, τα αρχαιολογικά ευρήματα, όμως, καθιστούν βέβαιο ότι βρισκόταν κοντά στα σημερινά Καλάβρυτα.
Η Αρχαία Κύναιθα ήταν μια πολίχνη της βόρειας αρκαδικής Αζανίας, κοντά στα όρια με την Αχαΐα σε απόσταση 7,5 περίπου χιλιομέτρων από τους Λουσούς. Η πόλη ιδρύθηκε κατά τους αρχαϊκούς χρόνους. Η Αζανία ήταν χωρισμένη σε πέντε ανεξάρτητες πόλεις - κράτη, η αρχαιότερη των οποίων ήταν η Κύναιθα. Οι υπόλοιπες ήταν ο Φενεός, ο Κλείτωρ, η Ψωφίς και η Θέλπουσα.
Η Κύναιθα ήταν μέλος της Αχαϊκής Συμπολιτείας, αλλά σύμφωνα με τον Πολύβιο πέρασε στα χέρια των Αιτωλών όταν αυτοί πολιορκούσαν τον Κλείτορα και εν συνεχεία γνώρισε μεγάλες συμφορές. Οι Αιτωλοί λεηλάτησαν την πόλη το 220 π.Χ., κλέβοντας τα υπάρχοντα και τις περιουσίες των κατοίκων και σκότωσαν πολλούς από αυτούς, ενώ άλλοι κάτοικοι αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν. Παρά, όμως, τα δεινά που υπέστη η πόλη κατά τη διάρκεια του λεγόμενου «Συμμαχικού Πολέμου», ανέκαμψε γρήγορα και λίγα χρόνια αργότερα (το 207/206 π.Χ.) συγκαταλέχθηκε μεταξύ των Αρκαδικών πόλεων που κλήθηκαν να συμμετάσχουν στις γιορτές προς τιμήν της Αρτέμιδος Λευκοφρυηνής, στη Μαγνησία του Μαιάνδρου της Μ. Ασίας.
Στους Ρωμαϊκούς χρόνους, η πόλη ακμάζει ξανά, και κόβει πάλι δικό της νόμισμα διατηρώντας έτσι κάποια προνόμια ελευθερίας έναντι άλλων περιοχών. Το 120 π.Χ. κάτοικοι της πόλης πήραν μέρος στην εκστρατεία του Ρωμαίου ύπατου Γναίου Δομέτιου στην Γαλατία. Την πόλη επισκέφτηκε ο Παυσανίας το 174 μ.Χ. ο οποίος την αναφέρει στα «Αρκαδικά» του (το τρίτο βιβλίο της δεύτερης ενότητας που σχεδίασε ο Παυσανίας για την Πελοπόννησο) και μας πληροφορεί ότι βρισκόταν σαράντα στάδια μετά τους Λουσούς (πολίχνη που ανήκε στην επικράτεια του Κλείτωρα) και τον ναό της Αρτέμιδας.
Στην Κύναιθα λατρεύονταν ο θεός Διόνυσος, στην πόλη υπήρχε ιερό του και προς τιμήν του τελούσαν κάθε χρόνο μια γιορτή, κατά την οποία άνδρες αλειμμένοι με λίπος έπιαναν και θυσίαζαν έναν ταύρο. Οι άνθρωποι, τρώγοντας έπειτα τον ταύρο, πίστευαν πως εμπεριείχαν πια τον ίδιο το θεό. Η ιερή αυτή γιορτή δεν γινόταν τυχαία στους χειμερινούς μήνες, καθώς θεωρούσαν εξασφάλιζαν έτσι την πολυπόθητη δύναμη και ευζωία για να ανταπεξέλθουν στον καιρό. Λάτρευαν, επίσης, τον θεό Δία, χάλκινο άγαλμα του οποίου είχαν δωρίσει στην Ολυμπία (Άγαλμα που έφτανε τα 2,70 μ. ύψος και παρίστανε τον θεό πάνω σε χάλκινο βάθρο, να κρατά κεραυνούς).
Κοντά στην Κύναιθα, κάτω από έναν πλάτανο, υπήρχε μια πηγή με κρύο νερό, η οποία ήταν γνωστή ως Άλυσσος, γιατί θεράπευε όποιον έπασχε από λύσσα. Η πηγή αυτή ταυτίζεται σήμερα με μια πηγή σε μικρή απόσταση νοτιοδυτικά των Καλαβρύτων, στην οποία έχουν βρεθεί αρχαίοι λίθοι. Στη θέση Κιούπια, περίπου χίλια μέτρα ανατολικά των Καλαβρύτων, εντοπίστηκε ένα ταφικό πιθάρι με ένα μπρούντζινο κράνος, ενώ βρέθηκαν και δύο μπρούντζινες κνημίδες, ένα σιδερένιο ξίφος, δύο αιχμές ακοντίων και μια μπρούντζινη αιχμή δόρατος. Πιθανότατα στη θέση αυτή να βρισκόταν το νεκροταφείο της Κύναιθας. Σε άλλες θέσεις γύρω από την πόλη των Καλαβρύτων, όπως στο χωριό Σκεπαστό, ήρθαν στο φως όστρακα της Νεολιθικής Εποχής και της Εποχής του Χαλκού, που μαρτυρούν την ύπαρξη ανθρώπων που ενδιαφέρονταν να εγκατασταθούν και να επενδύσουν στην πόλη.